- ἀκαμπίας
- ἀκαμπ-ίας· ὁ εὐθὴς δρόμος, ἢ δρομεύς, Hsch., cf. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαμπίας — ἀκαμπίας, ο (AM) 1. όποιος δεν έχει καμπές, ο ευθύς 2. «ἀκαμπίας δρόμος» το ακάμπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπή] … Dictionary of Greek
ἀκαμπίας — ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem acc pl ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)